αναμείκτης

αναμείκτης
Συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η ανάμειξη δύο ή περισσότερων στερεών ή υγρών ουσιών. Οι α. χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία και στα επιστημονικά εργαστήρια, τόσο για την επίτευξη ομογενών μειγμάτων, όσο και για την πρόκληση συγκεκριμένων χημικών αντιδράσεων. Η τέλεια ανάμειξη στερεών σωμάτων μπορεί να γίνει καλύτερα αν προηγηθεί άλεσμα και θρυμματισμός τους σε μικρά και ισομεγέθη κομμάτια. Οι τύποι α. ποικίλλουν ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Αν πρόκειται να αναμειχθούν υγρά με υγρά, όχι ειδικής φύσης, και υγρά με στερεά, όχι μεγάλων διαστάσεων, οι α. είναι δοχεία κυρίως κυλινδρικά από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό, εφοδιασμένα με αναδευτήρα, στόμια εισαγωγής και εξαγωγής, στάθμισης και παρατήρησης. Για αλευρώδη στεγνά υλικά χρησιμοποιούνται α. με τύμπανο, δηλαδή κυλινδρικά δοχεία που περιστρέφονται γύρω από άξονα κεκλιμένο σε σχέση με τον γεωμετρικό άξονα του τυμπάνου. Αν οι ουσίες που πρόκειται να αναμειχθούν είναι κολλοειδούς ή ιξώδους φύσης ή πολύ πυκνές, οι α. είναι σωστά ζυμωτήρια. Όταν πρόκειται να αναμειχθούν στερεά με στερεά και ταυτόχρονα με την α. χρειάζεται και άλεσμα, χρησιμοποιούνται μύλοι. Αναμεικτήρας που χρησιμοποιείται σε γεωτρήσεις (φωτ. Enterprise Oil).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • εξαερωτής ή καρμπιρατέρ — Μηχανικό όργανο που παρέχει και αναμειγνύει το καύσιμο και τον αέρα κατά την τροφοδοσία των κινητήρων εσωτερικής καύσης, με ανάφλεξη μέσω σπινθήρα. Παλαιότερα ονομαζόταν αναμείκτης ανθρακωτής ή αναμεικτήρας. Μέχρι και τη δεκαετία του 1980 η… …   Dictionary of Greek

  • Φρενό, Αντρέ — (Frénaud, Μοντσό λε Μιν 1907 1993). Γάλλος ποιητής. Αφιερώθηκε στην ποίηση από το 1941, κατά τη διάρκεια της ομηρείας του στη Γερμανία, εκφράζοντας φιλοσοφικές ιδέες συγγενικές με τον υπαρξισμό. Η ιδιοτυπία της τέχνης του συνίσταται στην έρευνα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”