- αναμείκτης
- Συσκευή με την οποία πραγματοποιείται η ανάμειξη δύο ή περισσότερων στερεών ή υγρών ουσιών. Οι α. χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία και στα επιστημονικά εργαστήρια, τόσο για την επίτευξη ομογενών μειγμάτων, όσο και για την πρόκληση συγκεκριμένων χημικών αντιδράσεων. Η τέλεια ανάμειξη στερεών σωμάτων μπορεί να γίνει καλύτερα αν προηγηθεί άλεσμα και θρυμματισμός τους σε μικρά και ισομεγέθη κομμάτια. Οι τύποι α. ποικίλλουν ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζονται. Αν πρόκειται να αναμειχθούν υγρά με υγρά, όχι ειδικής φύσης, και υγρά με στερεά, όχι μεγάλων διαστάσεων, οι α. είναι δοχεία κυρίως κυλινδρικά από μέταλλο, ξύλο ή άλλο υλικό, εφοδιασμένα με αναδευτήρα, στόμια εισαγωγής και εξαγωγής, στάθμισης και παρατήρησης. Για αλευρώδη στεγνά υλικά χρησιμοποιούνται α. με τύμπανο, δηλαδή κυλινδρικά δοχεία που περιστρέφονται γύρω από άξονα κεκλιμένο σε σχέση με τον γεωμετρικό άξονα του τυμπάνου. Αν οι ουσίες που πρόκειται να αναμειχθούν είναι κολλοειδούς ή ιξώδους φύσης ή πολύ πυκνές, οι α. είναι σωστά ζυμωτήρια. Όταν πρόκειται να αναμειχθούν στερεά με στερεά και ταυτόχρονα με την α. χρειάζεται και άλεσμα, χρησιμοποιούνται μύλοι.
Αναμεικτήρας που χρησιμοποιείται σε γεωτρήσεις (φωτ. Enterprise Oil).
Dictionary of Greek. 2013.